πυροδόκος

πυροδόκος
πῡροδόκος, ον, ([etym.] πυρός)
A receiving wheat,

στεφάνη Opp.H.4.501

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυροδόκος — receiving wheat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυροδόκος — ον, Α αυτός που περιέχει σιτάρι ή αυτός που αποτελείται από σιτάρι («πυροδόκος στεφάνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο δόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”